- μυριονταδικός
- μυριονταδικός, -ή, -όν (Α)1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στη μυριάδα, στον, αριθμό δέκα χιλιάδες2. φρ. α) «μυριονταδικὸς διπλούς» — μονάδα δευτέρας τάξεως μυριάδων, δηλαδή 10. 0002β) «μυριονταδικὸς τριπλούς» — μονάδα τρίτης τάξεως μυριάδων, δηλαδή 10. 0003 (Θέων. Σμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *μυριοντάς, κατά το ἑκατοντάς].
Dictionary of Greek. 2013.